Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηρυγμός — κηρυγμός, ὁ (Α) [κηρύσσω] (σχόλ.) κήρυξη … Dictionary of Greek
κηρυγμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)